- δουλίας
- δουλίᾱς , δούλιοςslavishfem acc plδουλίᾱς , δούλιοςslavishfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξέλκω — (AM ἐξέλκω) σέρνω προς τα έξω («φάσγανον ἐξεῑλκε κολεοῡ», Ευρ.) νεοελλ. (για πλοίο) ρυμουλκώ έξω από το λιμάνι αρχ. σώζω («Ἑλλάδα ἐξέλκων δουλίας», Πίνδ.) … Dictionary of Greek